περίβληχρος

περίβληχρος
-ον, Α
1. πολύ άτονος, αδύνατος, αποχαυνωμένος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) περίβληχρον
μέχρι ατονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βληχρός «ήσυχος, άτονος, αδύνατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”